- ξεκαλοκαίριασμα
- το, -ατοςπαραθερισμός, τέλος καλοκαιριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεκαλοκαίριασμα — το [ξεκαλοκαριάζω] διαμονή σε έναν τόπο κατά τους μήνες τού καλοκαιριού, παραθερισμός … Dictionary of Greek
ξεκαλοκαιριό — το ξεκαλοκαίριασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκαλοκαιρεύω + κατάλ. ιό (πρβλ. νοικοκυρεύομαι: νοικοκυριό)] … Dictionary of Greek
παραθέριση — η η παραμονή στην εξοχή κατά το καλοκαίρι, παραθερισμός, ξεκαλοκαίριασμα: Η παραθέριση στο βουνό ωφελεί τα καχεκτικά παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)